- αναχωρητισμός
- οη τάση για ασκητική ζωή, η ροπή προς τη ζωή του μοναχού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναχωρητισμός — ο η τάση προς το μοναχικό βίο: Ο αναχωρητισμός δεν είναι μονάχα θρησκευτικό φαινόμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναχωρητής — Αυτός που ζει απομονωμένος σε ερημικούς τόπους. Ως μορφή θρησκευτικής ζωής, ο αναχωρητισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο τον 3ο αι. μ.Χ. (Παύλος ο Θηβαίος) και διαδόθηκε στη Συρία και την Παλαιστίνη. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αναχωρητισμού… … Dictionary of Greek